- γενικός
- -ή, -ό (AM γενικός, -ή, -όν)1. αυτός που αφορά ή ανήκει στο γένος ή που συνοψίζει τα γνωρίσματα όλων τών ειδών που υπάγονται στο γένος2. το θηλ. ως ουσ. η γενικήη δεύτερη πτώση τών ονομάτωννεοελλ.1. αόριστος, ασαφής2. (ως βαθμός ανώτερων στρατιωτικών, διοικητικών κ.λπ. υπαλλήλων) (και ως ουσ.) ο γενικόςαυτός που έχει την εποπτεία μιας υπηρεσίας ή εργασίας(αρχ. -μσν.) (για λέξη) περιεκτικόςμσν.το αρσ. ως ουσ. ο προϊστάμενος τού κρατικού ταμείουαρχ.1. αρχικός, πρωταρχικός2. αυτός που αποτελείται από γένη, οικογένειες («γενικαὶ φυλαί»)3. ο γενετήσιος, ο σεξουαλικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γενικός < γένος, αλλά η λ. γενική, που δηλώνει την πτώση, δεν έχει ερμηνευθεί με βεβαιότητα. Υποστηρίχθηκε ότι ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν η καθολική πτώση, δεδομένου ότι από τον τ. τής γενικής σχηματίζονταν τα παράγωγα. Εξάλλου και για τους στωικούς είναι η πτώση που εκφράζει την πιο γενική σχέση. Κατ' άλλους όμως η λ. συνδέεται με το γένος, γιατί αυτό δηλώνεται μέσω τής γενικής].
Dictionary of Greek. 2013.